Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "κολάπτω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
κολάπτω, μέλ. -ψω, λέγεται για πουλιά, 1. χτυπώ, δαγκώνω, σκαλίζω, τσιμπώ, σε Λουκ., Ανθ.· λέγεται για τον Πήγασο, χτυπώ το έδαφος με την οπλή, σε Ανθ. 2. σκαλίζω ή σμιλεύω, στον ίδ.