Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "κοινών"

Βρέθηκαν 7 λήμματα [1 - 7]
κοινών, -ῶνος, Δωρ. κοινάν, -ᾶνος, , = κοινωνός, σε Πίνδ., Ξεν.
κοινωνέω, μέλ. -ήσω, παρακ. κεκοινώνηκα (κοινωνός1. έχω ή πράττω σε κοινωνία με κάποιον, έχω μερίδιο ή συμμετέχω σε κάτι μαζί με κάτι άλλο, τινός τινι, σε Ξεν. 2. κ. τινός, έχω μερίδιο ή παίρνω μέρος σε κάτι, σε Τραγ., Ξεν. 3. κ. τινί, έχω σχέσεις ή συναναστρέφομαι, σε Αριστοφ., Πλάτ. 4. σπανίως με αιτ. πράγμ., κ. φόνον τινί, διαπράττω φόνο σε συνέργεια με αυτόν, σε Ευρ. 5. απόλ., μοιράζομαι από κοινού μια άποψη, συμφωνώ, σε Πλάτ.· σχηματίζω κοινότητα, σε Αριστ.
κοινώνημα, -ατος, τό, στον πληθ., κοινωνικές πράξεις, συναλλαγές, δοσοληψίες μεταξύ των ανθρώπων, σε Πλάτ.
κοινωνητέον, ρημ. επίθ., αυτό που πρέπει να είναι κοινό, σε Πλάτ.
κοινωνία, (κοινωνέωI. 1. κοινωνία, κοινότητα, ένωση, συμμετοχή, συναναστροφή, συνομιλία, σε Πίνδ., Θουκ. κ.λπ. 2. με γεν. αντικ., επικονωνία με, κοινωνία με, σε Ευρ. κ.λπ.· τίςθαλάσσης βουκόλοις κ., ποια σχέση έχουν οι βοσκοί με τη θάλασσα; στον ίδ. II. κοινό δώρο, ελεημοσύνη, συνεισφορά, σε Κ.Δ.
κοινωνικός, , -όν, I. αυτός που διεξάγεται από κοινού, κοινωνικός, σε Αριστ. II. αυτός που αποδίδει μερίδιο, τινος, από κάτι, σε Λουκ.
κοινωνός, και (κοινόςI. 1. σύντροφος, συμμέτοχος, συνέταιρος, τινος, σε κάτι, σε Αισχύλ. κ.λπ.· ὁ τοῦ κακοῦ κ., συνεργός στο κακό, σε Σοφ.· επίσης, τινι, σε κάτι, σε Ευρ. 2. απόλ., μέτοχος, κοινωνός, σε Πλάτ., Δημ. II. ως επίθ., κοινός, σε Ευρ.