LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "κοινωνικός"
- κοινωνικός, -ή, -όν, I. αυτός που διεξάγεται από κοινού, κοινωνικός, σε Αριστ. II. αυτός που αποδίδει μερίδιο, τινος, από κάτι, σε Λουκ.

