LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "κοιλία"
- κοιλία, Ιων. -ίη, ἡ (κοῖλος), 1. η μεγάλη κοιλότητα του σώματος, η κοιλία, Λατ. venter, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ. 2. εντόσθια, σπλάχνα, σε Ηρόδ.· κ. ὑεία, πατσάς χοίρου, σε Αριστοφ.· στον πληθ. πατσάς και κοιλίες, στον ίδ.