Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "κοίτη"

Βρέθηκε 1 λήμμα
κοίτη, (κεῖμαι), = κοῖτος, σε Ηρόδ., Αττ.· I. 1. νυφικό κρεβάτι, σε Σοφ., Ευρ. 2. φωλιά θηρίου, φωλιά πουλιού, σε Ευρ. II. η κίνηση της κατάκλισης, τῆς κοίτης ὥρη, ώρα για ύπνο, σε Ηρόδ.· τραπέζῃ καὶ κοίτῃ δέκεσθαι, και με κρεβάτι και με τροφή, στον ίδ. III. ἔχειν κοίτην ἔκ τινος, καθίσταμαι έγκυος από άνδρα, σε Κ.Δ.· με αρνητική σημασία, ακολασία, ασέλγεια, στο ίδ.