Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "κνῖσα"

Βρέθηκαν 3 λήμματα [1 - 3]
κνῖσα, Επικ. κνίση, -ης, , Λατ. nidor, I. λιπαρός ατμός, αχνός και μυρωδιά που βγαίνει από το ψημένο κρέας, γεύση και αναθυμίαση των καιομένων θυσιών, η οποία ανεβαίνει στον ουρανό ως προσφορά στους θεούς, σε Όμηρ. II. αυτό το οποίο προκάλεσε αυτή τη μυρωδιά και αυτόν τον καπνό, δηλ. το λίπος, μέσα στο οποίο περιτυλιγόταν και καιγόταν η σάρκα του θύματος, μηρούς τ' ἐξέταμον κατά τε κνίσῃ ἐκάλυψαν, σε Ομήρ. Ιλ.
κνῑσάεις, Δωρ. αντί κνισήεις· συνηρ. δοτ. κνισᾶντι.
κνῑσάω, μέλ. -ήσω (κνῖσα), γεμίζω με τον αχνό και τη γεύση της καιόμενης θυσίας, σε Ευρ., Αριστοφ.