LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "κνώδαλον"
- κνώδᾰλον, τό, οποιοδήποτε επικίνδυνο ζώο, από λιοντάρι έως ερπετό ή σκουλήκι, τέρας, θηρίο, σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ., Τραγ.· λέγεται για πρόσωπα, ως όρος αποδοκιμασίας, ὦ παντομισῆ κνώδαλα, σε Αισχύλ. (αμφίβ. προέλ.).