Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "κνημίς"

Βρέθηκε 1 λήμμα
κνημίς, -ίδος, (κνήμη), περικνημίδα ή μέρος πανοπλίας από το γόνατο ως τον αστράγαλο, Λατ. acrea, περὶ κνήμῃσιν ἔθηκεν, σε Ομήρ. Ιλ.· οι κνημῖδες δένονταν στον αστράγαλο με πόρπες (ἐπισφύρια)· οι βόειαι κνημῖδες είναι περικνημίδες από δέρμα βοδιού, που φορούνταν από τους γεωργούς, σε Ομήρ. Οδ.