Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "κνηκός"

Βρέθηκε 1 λήμμα
κνηκός, , -όν, Δωρ. κνᾱκός, , -όν, αυτός που έχει χρώμα «κροκίζον», χλωμοκίτρινο, καστανόξανθος, κοκκινωπός, σε Ανθ.· απ' όπου ο τράγος ονομάζεται κνάκων, , σε Θεόκρ.· και ο λύκος κνηκίας, σε Βάβρ.