LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "κναφεύς"
- κνᾰφεύς, -έως, ὁ, Αττ. πληθ. κναφῇς, (κνάπτω), γναφέας, βυρσοδέψης, δηλ. διορθωτής, πτυχωτής και σιδερωτής ρούχων, μεταποιητής ενδυμάτων, σε Ηρόδ., Αριστοφ.