Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "κνίζω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
κνίζω, Δωρ. κνίσδω· μέλ. κνίσω [ῐ], αόρ. αʹ ἔκνισα, Δωρ. ἔκνιξαΠαθ., αόρ. αʹ ἐκνίσθην· I. ξύνω ή αποξέω, τρίβω, γαργαλώ· μεταφ., λέγεται για την αγάπη, πειράζω, ερεθίζω, ενοχλώ, ταράζω, σε Ηρόδ., Ευρ.· λέγεται για κορεσμό, σε Πίνδ.· λέγεται για άγχος, αγωνία, σε Αριστοφ.Παθ., κνίζεσθαί τινος, τσιμπιέμαι (από αγάπη) για κάποιον, σε Θεόκρ. II. κν. ὀργάν, προκαλώ θυμό, οργή, σε Πίνδ.