LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "κνέφας"
- κνέφᾰς, τό, δοτ. κνέφᾳ, αλλά επίσης γεν. κνέφους· δοτ. κνέφεϊ (όπως αν προερχόταν από το κνέφος)· 1. σκοτεινιά, απογευματινό σκοτείνιασμα, σουρούπωμα, λυκόφως, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.· επίσης, τὸ κατὰ γῆς κν., σε Ευρ.. 2. έπειτα, το πρωινό ξημέρωμα ή λυκαυγές, Λατ. diluculum, κνέφᾳ, το πρωί, τα χαράματα, σε Ξεν.