Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "κνάω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
κνάω, Αττ. βʹ και γʹ ενικ. κνῇς, κνῇ, απαρ. κνῆν, Ιων. κνᾶν· μέλ. κνήσω, αόρ. αʹ ἔκνησα· γʹ ενικ. Επικ. αορ. βʹ κνῆ (όπως αν προερχόταν από το κνῆμι) — Μέσ., Αττ. απαρ. κνῆσθαι· αόρ. αʹ ἐκνησάμην· I. αποξέω, ξύνω ή τρίβω, Λατ. redere, σε Ομήρ. Ιλ.· τὸν κηρὸν κνᾶν, τον αποξύνω, σε Ηρόδ. II. γρατσουνίζω — Μέσ., ξύνομαι, σε Πλάτ. III. γαργαλώ, στον ίδ.Μέσ. κνᾶσθαι τὰ ὦτα, γαργαλώ τα αυτιά κάποιου, σε Λουκ.