Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "κλῆμα"

Βρέθηκαν 3 λήμματα [1 - 3]
κλῆμα, -ατος, τό (κλάω)· κλαδί αμπελιού, Λατ. palmes, σε Αριστοφ., Πλάτ.· γενικά, τεμάχιο, εμβολή, σε Ξεν.· μεταφ., ἀνατέμνειν τὰ κλ. τὰ τοῦ δήμου, σε Δημ.· η από κλήμα ράβδος του Ρωμαίου εκατόνταρχου, Λατ. vitis, σε Πλούτ.
κλημάτῐνος, , -ον, ο σχετικός με τα κλαδιά αμπελιών, σε Θέογν.
κλημᾰτίς, -ίδος, , υποκορ. του κλῆμα· στον πληθ. καυσόξυλα, σε Θουκ.