LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "κλῆμα"
- κλῆμα, -ατος, τό (κλάω)· κλαδί αμπελιού, Λατ. palmes, σε Αριστοφ., Πλάτ.· γενικά, τεμάχιο, εμβολή, σε Ξεν.· μεταφ., ἀνατέμνειν τὰ κλ. τὰ τοῦ δήμου, σε Δημ.· η από κλήμα ράβδος του Ρωμαίου εκατόνταρχου, Λατ. vitis, σε Πλούτ.
- κλημάτῐνος, -η, -ον, ο σχετικός με τα κλαδιά αμπελιών, σε Θέογν.
- κλημᾰτίς, -ίδος, ἡ, υποκορ. του κλῆμα· στον πληθ. καυσόξυλα, σε Θουκ.