LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "κλύσμα"
- κλύσμα, -ατος, τό (κλύζω), I. υγρό που χρησιμοποιείται για ξέπλυμα· ιδίως, κλύσμα, κατάβρεγμα, σε Ηρόδ. II. μέρος που καταβρέχεται από τα κύματα, ακτή, σε Πλούτ., Λουκ.