Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "κλύζω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
κλύζω, μέλ. κλύσω [ῠ], Επικ. κλύσσω — Παθ., αόρ. αʹ ἐκλύσθην, παρακ. κέκλυσμαι· I. εξορμώ, εκτινάζομαι, λέγεται για κύμα, σε Ομηρ. Ύμν.· σπάζω όπως το κύμα, σε Αισχύλ.Παθ., παφλάζω, λέγεται για τη θάλασσα, σε Όμηρ.· σηκώνομαι σε κύματα, σε Ησίοδ. II. 1. ξεπλένω ή εκπλένω, σε Ευρ. 2. ξεβγάζω, σε Ξεν. 3. εἰςὦτα κλ., βάζω νερό στα αυτιά μου και τα καθαρίζω, σε Ευρ. 4. κεκλυσμένος καρῷ, τριμμένο ή καλυμμένο με κερί, σε Θεόκρ.