Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "κλύδων"

Βρέθηκαν 3 λήμματα [1 - 3]
κλύδων[ῠ], -ωνος, (κλύζω), I. κύμα, και περιληπτικά αντιμάμαλο, θόρυβος, θαλασσοταραχή, σε Ομήρ. Οδ., Τραγ. II. μεταφ., κλ. κακῶν, θάλασσα με συμφορές, σε Αισχύλ.· κλ. ξυμφορᾶς, σε Σοφ.· κλ. ἔφιππος, «πλημμύρα» από πλήθος ιππέων, στον ίδ., κ.λπ.
κλῠδωνίζομαι, Παθ., αναταράζομαι όπως τα κύματα, σε Κ.Δ.
κλῠδώνιον, τό, υποκορ. του κλύδων, I. μικρό κύμα, ελαφρός κυματισμός, ρυτίδωση (νερού), σε Ευρ.· γενικά, κύμα, σε Αισχύλ.· ως περιληπτικό ουσ., κύμα που σπάει στην ακτή, σε Θουκ. II. μεταφ., κλ. χολῆς, σε Αισχύλ.