
LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "κλοπή"
- κλοπή, ἡ (κλέπ-τω), I. κλοπή, κλεψιά, Λατ. furtum, σε Αισχύλ., Ευρ. II. μυστική πράξη, απάτη, σε Ευρ., Αισχίν.· κλοπῇ, λαθραία ή μέσω απάτης, σε Σοφ.· ποδοῖν κλοπὰν ἀρέσθαι, δηλ. να φύγει μακριά με κρυφή ταχύτητα στα πόδια, στον ίδ. III. απροσδόκητη λαθραία κατάληψη στρατιωτικής θέσης, σε Ξεν.