LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "κλητήρ"
- κλητήρ, -ῆρος, ὁ (καλέω), I. αυτός που κλητεύει, κλητευτής ή καλύτερα μάρτυρας που αποδεικνύει ότι έχει επιδοθεί κλήτευση, κλητήρας (πρβλ. το licet antessari του Ορατ.), σε Αριστοφ., Δημ. II. γενικά, = κῆρυξ, σε Αισχύλ.