Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "κλείς"

Βρέθηκαν 4 λήμματα [1 - 4]
κλείς, , γεν. κλειδός· Αττ. αιτ. κλεῖν, έπειτα κλεῖδα· πληθ. κλεῖδες, κλεῖδας, συνηρ. κλεῖς, δοτ. κλεισίν· Ιων. κληΐς, κληῗδος, κληῗδα κ.λπ.· Δωρ. κλᾱΐς, κλαΐδος· αρχ. Αττ. κλῄς, κλῃδός, αιτ. κλῇδα· (κλείωI. αυτό που εξυπηρετεί στο κλείσιμο· 1. μοχλός ή μάνταλο, σύρτης, που σύρεται έξω ή μέσα με λουκέτο ή ιμάντα (ἱμάς), σε Όμηρ. 2. κλειδί ή καλύτερα είδος γάντζου ή άγκιστρου, μέσω του οποίου σφαλιζόταν ή απασφαλιζόταν απέξω η αμπάρα, στον ίδ. 3. κλειδί (άγνωστο στον Όμηρ.), σε Αισχύλ., Ευρ. 4. μεταφ., Ἁσυχία βουλᾶν τε καὶ πολέμων κλαῗδας ἔχοισα, σε Πίνδ.· κλῂς ἐπὶ γλώσσῃ βέβηκε, επιβεβλημένη ησυχία, σε Σοφ.· ομοίως, καθαρὰν ἀνοῖξαι κλῇδα φρενῶν, σε Ευρ. II. άγκιστρο ή γλώσσα πόρπης, αγκράφας, σε Ομήρ. Οδ. III. κλείδα ώμου, που ονομάστηκε έτσι, επειδή «κλειδώνει» το λαιμό και τον θώρακα μαζί, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ. κ.λπ. IV. κωπηλατικός πάγκος, ο οποίος κλείδωνε μαζί τις πλευρές του πλοίου, σε Ομήρ. Οδ. V. πορθμός θάλασσας, χαμηλή νησίδα, ξέρα μιας χώρας, σε Ηρόδ.· στενό, ισθμός, σε Ευρ.
κλεῖσις, -εως, (κλείω) = κλῇσις.
κλειστός, Ιων. κληΐστος, Αττ. κλῃστός, , -όν, αυτός που μπορεί να κλεισθεί ή να είναι ασφαλισμένος, σε Ομήρ. Οδ., Θουκ.
κλεῖστρον, τό = κλεῖθρον, Λατ. claustrum, σε Λουκ.