Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "κλαυθμυρίζω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
κλαυθμῠρίζω, μέλ. -σω, κάνω κάποιον να κλάψει — Παθ., κλαίω, σε Πλάτ.