Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "κλαγγή"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
κλαγγή, (κλάζω), κάθε οξύς ήχος, όπως ο οξύς τόνος της παλλόμενης χορδής τόξου, σε Ομήρ. Ιλ.· κραυγή γερανών (των πτηνών), σε Όμηρ.· ο γρυλλισμός γουρουνιών, σε Ομήρ. Οδ.· σφύριγμα ερπετών, σε Αισχύλ.· γάβγισμα σκυλιών, σε Ξεν.· επίσης, λέγεται για τραγούδι, σε Σοφ.· κλ. δύσφατος, λέγεται για τις προφητείες της Κασσάνδρας, σε Αισχύλ.
κλαγγηδόν, επίρρ., με θόρυβο, βοή, οξύ μεταλλικό ήχο, σε Ομήρ. Ιλ.