Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "κλαίω"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
κλαίω, Αττ. κλάω [ᾱ]· Επικ. βʹ ενικ. ευκτ. κλαίοισθα· Αττ. παρατ. ἔκλᾱον, Επικ. κλαῖον, Ιων. κλαίεσκον· μέλ. κλαύσομαι, Δωρ. κλαυσοῦμαι, Αττ. επίσης κλαιήσω ή κλαήσω, αόρ. αʹ ἔκλαυσα, Επικ. κλαῦσαΠαθ., μέλ. κεκλαύσομαι, αόρ. αʹ ἐκλαύσθην, παρακ. κέκλαυμαι· I. αμτβ., θρηνώ, οδύρομαι, θρηνολογώ, σε Όμηρ. κ.λπ.· αὐτὸν κλαίοντα ἀφήσω, θα τον στείλω σπίτι κλαίγοντας, δηλ. νικημένο, σε Ομήρ. Ιλ.· απ' όπου, κλαύσεται, θα κλάψει, δηλ. θα το μετανιώσει, σε Αριστοφ.· κλαύσει μακρά, στον ίδ.· κλάων, προς βλάβη σου, προς δικό σου κίνδυνο, σε Σοφ., Ευρ.· κλάειν σε λέγω ή κελεύω, Λατ. plorare te jubeo, σε Αριστοφ. II. μτβ., κλαίω για κάποιον, θρηνώ, σε Όμηρ.· στην Παθ., θρηνούμαι, σε Αισχύλ.· απρόσ., μάτην ἐμοὶ κεκλαύσεται, θα θρηνήσω μάταια, σε Αριστοφ. III. 1. Μέσ., κλαίω για τον εαυτό μου, θρηνώ μεγαλόφωνα, σε Αισχύλ.· ομοίως μτχ. Παθ. παρακ. κεκλαυμένος, πολυδάκρυτος, γεμάτος δάκρυα, στον ίδ., σε Σοφ. 2. μτβ., θρηνώ μόνος μου, σε Σοφ.
κλαι-ωμῐλία, συντροφικότητα στον θρήνο, σε Ανθ.