Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "κλίνω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
κλίνω[ῑ], μέλ. κλῐνῶ, αόρ. αʹ ἔκλινα, παρακ. κέκλῐκαΜέσ., μέλ. κλῐνοῦμαι, αόρ. αʹ ἐκλῑνάμηνΠαθ., μέλ. κλῐθήσομαι ή κλῐνήσομαι, αόρ. αʹ ἐκλίθην [ῐ] ή ἐκλίνθην· αόρ. βʹ ἐκλίνην [ῐ], I. 1. λυγίζω, γέρνω, κλίνω, ρέπω, Λατ. inclinare, κλίνειν τάλαντα, γέρνω ή κλίνω την ζυγαριά, σε Ομήρ. Ιλ.· Τρῶαςἔκλιναν, τους έκαναν να υποχωρούν, στο ίδ.· ἔκλινε μάχην, άλλαξε την εξέλιξη του πολέμου, στο ίδ. 2. κάνω κάτι να γέρνει πάνω σε κάτι άλλο, δηλ. σάκε'ὤμοισι κλίναντες, δηλ. ανασηκώνοντας τις ασπίδες τους έτσι ώστε η ανώτατη στεφάνη να αναπαύεται στους ώμους τους, στο ίδ. 3. στρέφω προς κάτι, στηρίζω, ὄσσε πάλιν κλίνασα, στρέφοντας τα μάτια της προς τα πίσω, στο ίδ. 4. κάνω να ακουμπήσει, να αναπαυθεί, ἐν κλίνῃ κλ. τινά, βάζω να καθίσει στο τραπέζι, σε Ηρόδ.· μεταφ., ἡμέρα κλίνει ἅπαντα, να τα υποβιβάσει, να τα αδρανοποιήσει, σε Σοφ. II. 1. Παθ., κάμπτομαι, είμαι λυγισμένος, γερμένος, ἐκλίνθη, παραπάτησε, παρέκκλινε, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για ρηχή κατσαρόλα, ἄψ ἑτέρωσ' ἐκλίθη, αναποδογύρισε, ανετράπη προς την άλλη μεριά, σε Ομήρ. Οδ. 2. ακουμπώ πάνω ή αντίκρυ σε κάτι, με δοτ., σε Όμηρ.· ομοίως στη Μέσ., κλινάμενος, σε Ομήρ. Οδ.· επίσης, κεκλιμένος ἐπάλξεσιν, ψάχνοντας ασφάλεια σ' αυτές, σε Ομήρ. Ιλ. 3. ξαπλώνω, κείμαι, σε Όμηρ. κ.λπ.· ξαπλώνω σε ανάκλιντρο στα ομαδικά γεύματα, σε Ηρόδ. κ.λπ. 4. λέγεται για τόπους (στον παρακ.) βρίσκομαι με κλίση προς τη θάλασσα, ἁλὶκεκλιμένη, σε Ομήρ. Οδ.· νῆσοι, αἵθ' ἁλὶ κεκλίαται (Επικ. αντί κέκλινται), στο ίδ. 5. ξεφεύγω από τη σωστή πορεία, παρεκκλίνω της οδού, σε Θέογν. III. Μέσ., υποχωρώ, εξασθενώ, λέγεται για την ημέρα, σε Ηρόδ.· ομοίως, αμτβ. στην Ενεργ., ἡ ἡμέρα ἤρξατο κλίνειν, σε Κ.Δ.· μεταφ., κλ. ἐπὶ τὸ χεῖρον, εκφυλίζομαι, διαφθείρομαι, παρακμάζω, σε Ξεν.