Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "κλίμα"

Βρέθηκαν 4 λήμματα [1 - 4]
κλίμα[ῐ], -ατος, τό (κλίνω), κλίση, γέρσιμο, κατηφοριά, πλαγιά· ιδίως, η υποτιθέμενη κλίση της γης κοντά στον πόλο· απ' όπου περιοχή ή ζώνη της γης, κλίμα, σε Πλούτ., Ανθ.
κλῑμάκιον[ᾰ], τό, υποκορ. του κλῖμαξ, σε Αριστοφ.
κλῐμακτήρ, -ῆρος, , βαθμίδα σκάλας, σκαλοπάτι, σε Ευρ.
κλῖμαξ, ᾰκος, (κλίνω), I. σκάλα (επειδή είναι πλάγια γερμένη), σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· ανεμόσκαλα, πολιορκητική σκάλα, σε Θουκ., Ξεν.· κλίμακος προσαμβάσεις, σε Αισχύλ.· σκάλα πλοίου, σε Ευρ., Θεόκρ. II. σκελετός με εγκάρσια δοκάρια, πάνω στα οποία δένονταν άνθρωποι για βασανισμό, σε Αριστοφ. III. στον Σοφ., κλίμακες ἀμφίπλεκτοι, «συμπεπλεγμένες σκάλες», για να εκφράσει την εμπλοκή των μελών των παλαιστών μεταξύ τους. IV. κλίμακα, δηλ. σταδιακή άνοδος από ασθενέστερες εκφράσεις σε δυνατότερες, Λατ. gradatio, όπως το abiit, evasit, erupit, του Κικ.