
LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "κλέπτω"
- κλέπτω· Ιων. παρατ. κλέπτεσκον· μέλ. κλέψω και κλέψομαι, αόρ. αʹ ἔκλεψα, παρακ. κέκλοφα — Παθ., αόρ. αʹ ἐκλέφθην, αόρ. βʹ ἐκλάπην [ᾰ], παρακ. κέκλεμμαι· I. 1. κλέβω, λωποδυτώ, ξαφρίζω, υπεξαιρώ, σε Όμηρ. κ.λπ.· τῆς γενεῆς ἔκλεψε, από αυτή τη γενιά έκλεψε ο Αγχίσης, δηλ. έκλεψε πουλάρια αυτής της ράτσας, σε Ομήρ. Ιλ.· σῶμα κλ., το κατεβάζω κρυφά, σε Ευρ. 2. ως Ενεργ. μτχ., κλεφτικός, κλέπτον βλέπει, έχει το ύφος του κλέφτη, σε Αριστοφ. II. εξαπατώ, ξεγελώ, αποσπώ με απάτη, παραπλανώ, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ. κ.λπ. — Παθ., προβαίνει κλεπτόμενος, προχωρεί με κλειστά μάτια, σε Ηρόδ. III. όπως το κρύπτω, κρύβω, αποκρύπτω, κρατώ μυστικό, συγκαλύπτω, σε Πίνδ., Σοφ., Ευρ. κ.λπ. IV. 1. πράττω με μυστικότητα ή ύπουλα, κλ. σφαγάς, διαπράττω, εκτελώ σφαγές μυστικά, σε Σοφ.· κλ.μύθους, διαδίδω κακές φήμες, στον ίδ.· κλέπτων ἢ βιαζόμενος, μέσω απάτης ή βίας, σε Πλάτ. 2. καταλαμβάνω ή κατακτώ μυστικά, σε Ξεν.