Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "κλέος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
κλέος, τό, μόνο στην ονομ. και αιτ. ενικού και πληθ.· Επικ. πληθ. κλέᾰ, κλεῖα· (κλέωI. φήμη, διάδοση, αναφορά, είδηση, Λατ. fama, σε Όμηρ.· σὸν κλέος, ειδήσεις για εσένα, σε Ομήρ. Οδ.· με γεν., κλέοςἈχαιῶν, η είδηση του ερχομού τους, σε Ομήρ. Ιλ.· απλή αναφορά, φήμη, αντίθ. προς τη βεβαιότητα, κλέος οἶον ἀκούομεν, οὐδέ τι ἴδμεν, ακούμε μόνο μια φήμη αλλά δεν γνωρίζουμε κάτι, στο ίδ. II. 1. καλή είδηση, καλή φήμη, δόξα, σε Όμηρ.· κλέος οὐρανὸν ἵκει, σε Ομήρ. Οδ.· κλ. ἑλέσθαι, εὑρέσθαι, σε Πίνδ.· λαβεῖν, σε Σοφ.· κλ. καταθέσθαι, καταθέτει απόθεμα δόξας, σε Ηρόδ. κ.λπ.· στον πληθ., ἄειδε κλέα ἀνδρῶν (συντομ. από το κλέεα), έψαλε τους επαίνους των κατορθωμάτων τους, σε Ομήρ. Ιλ. 2. με αρνητική σημασία, δύσφημον κλέος, άσχημη φήμη, σε Πίνδ.· αἰσχρὸν κλ., σε Ευρ.· συνδυασμός των δύο σημασιών, στον Θουκ.· ἧς ἂν ἐπ' ἐλάχιστον ἀρετῆς πέρι ἢ ψόγου κλέος ᾖ, λέγεται για κάποιον για τον οποίο δεν γίνεται πολύ κουβέντα είτε θετικά είτε αρνητικά.