LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "κλάω"
- κλάω[ᾰ]· παρατ. ἔκλων, μέλ. κλάσω, αόρ. αʹ ἔκλᾰσα, Επικ. γʹ ενικ. κλάσε, κλάσσε — Μέσ., Επικ. γʹ ενικ. αορ. αʹ κλάσσατο — Παθ., αόρ. αʹ ἐκλάσθην, παρακ. κέκλασμαι· σπάζω, αποκόπτω, θραύω, σε Όμηρ. κ.λπ.
- κλάω[ᾱ], Αττ. αντί κλαίω, θρηνώ, όπως το κάω αντί καίω.