Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "κλάω"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
κλάω[ᾰ]· παρατ. ἔκλων, μέλ. κλάσω, αόρ. αʹ ἔκλᾰσα, Επικ. γʹ ενικ. κλάσε, κλάσσεΜέσ., Επικ. γʹ ενικ. αορ. αʹ κλάσσατοΠαθ., αόρ. αʹ ἐκλάσθην, παρακ. κέκλασμαι· σπάζω, αποκόπτω, θραύω, σε Όμηρ. κ.λπ.
κλάω[ᾱ], Αττ. αντί κλαίω, θρηνώ, όπως το κάω αντί καίω.