LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "κισσύβιον"
- κισσύβιον[ῠ], τό (κισσός), ξύλινο αγροτικό ποτήρι, πιθ. με στεφάνι κισσού σκαλισμένο πάνω του, σε Ομήρ. Οδ.