Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "κισσός"

Βρέθηκαν 3 λήμματα [1 - 3]
κισσός, Αττ. κιττός, , κισσός, Λατ. hedera, σε Σοφ., Ευρ. κ.λπ.
κισσο-στέφανος, -ον, στεφανωμένος με κισσό, σε Ανθ.
κισσο-στεφής, -ές (στέφω), = το προηγ., σε Ανακρεόν.