LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "κισσός"
- κισσός, Αττ. κιττός, ὁ, κισσός, Λατ. hedera, σε Σοφ., Ευρ. κ.λπ.
- κισσο-στέφανος, -ον, στεφανωμένος με κισσό, σε Ανθ.
- κισσο-στεφής, -ές (στέφω), = το προηγ., σε Ανακρεόν.