Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "κινδυνεύω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
κινδῡνεύω, μέλ. -σωΠαθ., μέλ. κινδυνευθήσομαι ή κεκινδυνεύσομαι· 1. είμαι τολμηρός, πραγματοποιώ εγχείρημα, «παίρνω ρίσκο», κάνω κάτι θαραλλέο, τολμηρό, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.· βρίσκομαι σε κίνδυνο, σε Θουκ. 2. αυτό για την αναφορά του οποίου, ο κίνδυνος εκφέρεται με δοτ.· κ. τῷ σώματι, τῇ ψυχῇ, σε Ηρόδ.· κ. πάσῃ τῇ Ἑλλάδι, κινδυνεύω με όλη την Ελλάδα, δηλ. βάζοντάς την ολόκληρη σε κίνδυνο, στον ίδ. κ.λπ.· ομοίως, κ. περὶ τῆς ψυχῆς, σε Αριστοφ. κ.λπ. 3. με σύστ. αντ., διακινδυνεύω, ριψοκινδυνεύω, κινδύνευμα, σε Πλάτ.· μάχην, σε Αισχίν.Παθ., διακινδυνεύομαι ή τίθεμαι σε κίνδυνο, μεταβολὴ κινδυνεύεται, υπάρχει κίνδυνος μεταβολής, σε Θουκ.· τὰ μέγιστα κινδυνεύεται, βρίσκονται σε κίνδυνο, σε Δημ. 4. με απαρ., διατρέχω τον κίνδυνο του να κάνω ή να είμαι, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· έπειτα, υπονοώντας δυνατότητα επιτυχίας, κινδυνεύω (με απαρ.), χρησιμοποιείται για να εκφράσει αυτό που είναι πιθανό ή ενδεχόμενο να συμβεί, κινδυνεύουσι οἱ ἄνθρωποι γόητες εἶναι, διατρέχουν τον κίνδυνο να θεωρηθούν θαυματοποιοί, σε Ηρόδ.· κινδυνεύσεις ἐπιδεῖξαι χρηστὸς εἶναι, θα έχεις την ευκαιρία να αποδείξεις την αξία σου, σε Ξεν.· κινδυνεύει ἀγαθὸν γεγονέναι, είναι πολύ πιθανό να αποδειχθεί καλό, σε Πλάτ.· έπειτα απρόσ., κινδυνεύει, είναι πιθανό, ενδεχόμενο, δυνατό, στον ίδ. 5. Παθ., διακινδυνεύομαι, εκτίθεμαι σε κίνδυνο, σε Θουκ., Δημ.