Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "κινέω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
κῑνέω, μέλ. -ήσω, αόρ. αʹ ἐκίνησα, Επικ. κίνησαΜέσ. και Παθ., κινήσομαι και -ηθήσομαι, αόρ. αʹ ἐκινήθην, Επικ. γʹ πληθ. ἐκίνηθεν· παρακ. κεκίνημαι·
Α. I. 1.
θέτω σε κίνηση, μετακινώ, σε Όμηρ., Αττ. 2. κινώ ή μετατοπίζω ένα πράγμα από τη θέση του, σε Ηρόδ.· κ.τὰ ἀκίνητα, αναμειγνύομαι σε πράγματα ιερά, στον ίδ., Σοφ.· κ. τὰ χρήματα ἐς ἄλλοτι, μεταχειρίζομαι αυτό για άλλο σκοπό, σε Ηρόδ.· κ. τὸ στρατόπεδον, Λατ. castra movere, σε Ξεν.· μεταβάλλω, μετατρέπω, νεωτερίζω, τὰ νόμαια, σε Ηρόδ. II. διαταράζω, ξεσηκώνω, λέγεται για φωλιά σφηκών, σε Ομήρ. Ιλ.· διεγείρω, εξωθώ, ξεσηκώνω, σε Τραγ. κ.λπ. III. παράγω, προξενώ, προκαλώ, σε Σοφ. κ.λπ.· παροιμ., κ. πᾶν χρῆμα, κινώ κάθε πέτρα, δοκιμάζω κάθε τρόπο, σε Ηρόδ. Β. 1. Παθ., θέτω σε κίνηση, κινούμαι, πορεύομαι, μετακινούμαι, αναταράζομαι, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Αττ. 2. κινούμαι μπροστά, λέγεται για στράτευμα, σε Σοφ., Ξεν. κ.λπ.