Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "κιθαρωδός"

Βρέθηκε 1 λήμμα
κῐθᾰρ-ῳδός, (κιθάρα, ἀοιδός), κάποιος που παίζει και ταυτόχρονα τραγουδάει με την κιθάρα, αρπιστής, σε Ηρόδ., Πλάτ κ.λπ.