LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "κιθαρίζω"
- κῐθᾰρίζω, μέλ. -ίσω (κίθαρις), παίζω την κιθάρα, φόρμιγγι κιθάριζε, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.· λύρῃ ἐρατὸν κιθαρίζων, σε Ομηρ. Ύμν.· (έτσι ώστε δεν υπήρχε ιδιαίτερη διαφορά ανάμεσα στο κιθάρα, λύρα και φόρμιγξ)· κιθαρίζειν οὐκ ἐπίσταται, λέγεται για αμόρφωτο άνθρωπο, σε Αριστοφ.