Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "κιγκλίς"

Βρέθηκε 1 λήμμα
κιγκλίς, -ίδος, , κυρίως στον πληθ., κιγκλίδες, καγκελωτή θύρα δικαστηρίου ή αίθουσα συνεδριάσεων, μέσω της οποίας περνούσαν τα μέλη, σε Αριστοφ.· μεταφ., σημαίνει αναβολές στο εδώλιο του κατηγορουμένου, δηλ. οι στάσεις της δίκης, σε Πλούτ.· στον ενικ., ἐντὸςτῆς κιγκλίδος διατρίβειν, διαμονή στο δικαστήριο, σε Λουκ.