Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "κηρύσσω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
κηρύσσω, σε Ομήρ. Ιλ., σε Αττ. -ττω, Δωρ. κᾱρύσσω· μέλ. -ξω, αόρ. αʹ ἐκήρυξα· αόρ. αʹ ἐκηρύχθην, παρακ. κεκήρυγμαι· I. είμαι κήρυκας, εκτελώ το αξίωμα του κήρυκα, σε Ομήρ. Ιλ.· λαὸν κηρύσσοντες ἀγειρόντων, ας συναθροίσουν το λαό με τη φωνή των κηρύκων, στο ίδ.· κήρυσσε, κῆρυξ, σε Αισχύλ. κ.λπ.· απρόσ., κηρύσσει (ενν. ὁ κῆρυξ), γίνεται προκήρυξη, ο κήρυκας προκηρύττει, σε Ξεν. II. 1. με αιτ. προσ., συγκαλώ με τη φωνή του κήρυκα, σε Όμηρ., Αριστοφ. 2. ανακηρύσσω ως νικητή, σε Ξεν. κ.λπ.· εκθειάζω, εγκωμιάζω, επαινώ, σε Ευρ. 3. επικαλούμαι, προσφεύγω, σε Αισχύλ., Ευρ. III. 1. με αιτ. πράγμ., ανακηρύσσω, ανακοινώνω, τί τινι, σε Τραγ.· προκηρύττω, αναγγέλλω προς πώληση, σε Ηρόδ.· κ. ἀποικίαν, ανακηρύσσω αποικία, δηλ. προσκαλώ ανθρώπους να συμμετάσχουν στην ίδρυσή της σαν άποικοι, σε Θουκ. 2. προκηρύττω ή παραγγέλλω δημόσια, Λατ. indicere, σε Αισχύλ., Σοφ. κ.λπ.· τὰ κηρυχθέντα, οι δημόσιες διαταγές, σε Σοφ.