LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "κηπεύω"
- κηπεύω, μέλ. -σω (κῆπος), καλλιεργώ σε κήπο, σε Λουκ.· μεταφ., ζωοποιώ, ζωογονώ, σε Ευρ.