Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "κηλίς"

Βρέθηκε 1 λήμμα
κηλίς[ῑ], -ῖδος, , 1. κηλίδα, λεκές, βεβήλωση, κηλίδωση, ατίμαση, ιδίως, λέγεται για το αίμα, σε Τραγ. 2. μεταφ., ψεγάδι, ατέλεια, ελάττωμα, ατίμωση, σε Σοφ., Ξεν.