Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "κηκίς"

Βρέθηκε 1 λήμμα
κηκίς[ῑ], -ῖδος, , οτιδήποτε στάζει προς τα έξω, διαφεύγω, διαρρέω, σε Αισχύλ.· κ. φόνου, η κηλίδα του αίματος, στον ίδ.· μυδῶσα κ., λέγεται για τα υγρά που εκχέονται από τα θύματα όταν καίγονται κατά τη διάρκεια της θυσίας, σε Σοφ. II. βαφή που φτιάχνεται από το χυμό δέντρου που στάζει από τα φύλλα ή τα κλαδιά του, σε Δημ.· κ. πορφύρας, η βαφή που προερχόταν από είδος μυδιού με αυτό το χρώμα, σε Αισχύλ.