Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "κηδεύω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
κηδεύω, μέλ. -σω (κῆδος), I. 1. επιμελούμαι, προσέχω, φροντίζω, σε Σοφ., Ευρ. 2. ιδίως, περιποιούμαι νεκρό, κλείνω τα μάτια του, θάβω, πενθώ, θρηνώ, σε Ευρ. κ.λπ. II. συνάπτω συγγένεια με γάμο, μνηστεύομαι, σε Αισχύλ., Ευρ.· κ. λέχος, προσ., κάνω κάποιον συγγενή μου μέσω του γάμου, στον ίδ. 3. απόλ., οἱ κηδεύσαντες, αυτοί που σύνηψαν γάμο, στον ίδ.