Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "κεφαλή"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
κεφᾰλή, , I. 1. κεφάλι ανθρώπου ή ζώου, σε Όμηρ. κ.λπ.· κατὰ κεφαλῆς, Επικ. κὰκ κεφαλῆς, πάνω από το κεφάλι, στον ίδ.· κὰκ κεφαλήν, στο κεφάλι, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐς πόδας ἐκ κεφαλῆς, από το κεφάλι ως τα πόδια, στο ίδ.· ἐπὶ κεφαλήν, με το κεφάλι προς τα κάτω, κατωκέφαλα, με το κεφάλι μπροστά, σε Ηρόδ., Πλάτ. κ.λπ. 2. το κεφάλι, αντί για ολόκληρο το ανθρώπινο σώμα, σε Όμηρ.· ἶσον ἐμῇ κεφαλῇ, όπως ο εαυτός μου, σε Ομήρ. Ιλ.· φίλη κ., Λατ. carum caput, στο ίδ.· με αρνητική σημασία, ὦ κακαὶ κεφαλαί, σε Ηρόδ.· ὦ μιαρὰ κ., σε Αριστοφ. 3. το κεφάλι, δηλ. η ζωή, παρθέμενοι κεφαλάς, διακινδυνεύοντας το κεφάλι τους, σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για κατάρες, ἐς κεφαλὴν τρέποιτ' ἐμοί, ας πέσει στο κεφάλι μου! σε Αριστοφ. κ.λπ. II. γενικά, κ. σκορόδου, κεφάλι σκόρδου, στον ίδ.· χείλος ή στεφάνη αγγείου, σε Θεόκρ.· προεξοχή τοίχου, σε Ξεν.· στον πληθ., πηγή ποταμού, σε Ηρόδ. III. μεταφ., όπως το κεφάλαιον, η κορωνίδα, το συμπλήρωμα πράγματος, σε Πλάτ.
κεφᾰλῆφι, -ῇφι, Επικ. γεν. και δοτ. του κεφαλή.