Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "κεστός"

Βρέθηκε 1 λήμμα
κεστός, , -όν (κεντέω), 1. κεντητός, κεντημένος, ραμμένος, κεστὸς ἱμάς, λέγεται για τη μαγική ζώνη της Αφροδίτης, σε Ομήρ. Ιλ. 2. έπειτα, κεστός, , ως ουσ., Λατ. cestus, σε Ανθ., Λουκ.