Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "κερκίς"

Βρέθηκε 1 λήμμα
κερκίς, -ίδος, (κρέκω;), I. στον όρθιο ιστό, ράβδος, μπαστούνι, βέργα ή χτένι με το οποίο τα νήματα του υφαδιού χτυπούσαν και έκαναν πυκνό το ύφασμα, σε Όμηρ., Σοφ. κ.λπ. II. κάθε λεπτή, μακριά και ευθεία ράβδος, ράβδος μέτρησης, σε Ανθ.· το μεγάλο οστό του ποδιού, οστό κνήμης, «καλάμι» ποδιού, σε Πλούτ.