Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "κερδαλεόφρων"

Βρέθηκε 1 λήμμα
κερδᾰλεό-φρων, -ον (φρήν), αυτός που έχει πανούργο μυαλό, σε Ομήρ. Ιλ.