LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "κερδαλέος"
- κερδᾰλέος, -α, -ον (κέρδος), I. δόλιος, πανούργος, ποικίλος, ευφυής, σε Όμηρ.· λέγεται για την αλεπού, σε Αρχίλ. παρά Πλάτ. II. λέγεται για πράγματα, επικερδής, ωφέλιμος, κερδαλεώτερον, σε Ηρόδ.· τὸ κ. = κέρδος, σε Αισχύλ., Θουκ.· επίρρ. -λέως, προς ωφέλεια κάποιου, σε Θουκ.