Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "κερδαίνω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
κερδαίνω, μέλ. -ᾰνῶ, Ιων. -ανέω, επίσης κερδήσω και κερδήσομαι· αόρ. αʹ ἐκέρδᾱνα, Ιων. -ηνα, επίσης ἐκέρδησα· παρακ. κεκέρδηκα· (κέρδοςI. 1. κερδίζω, αποφέρω κέρδος ή ωφέλεια, προσπορίζομαι, κακὰ κ., αποκτώ παράνομα κέρδη, σε Ησίοδ.· κ. ἔκ. ή ἀπό τινος, σε Ηρόδ., Αττ.· πρός τινος, σε Σοφ.· τί κερδανῶ; τί θα κερδίσω απ' αυτό; σε Αριστοφ.· με μτχ., κερδίζω από το να κάνω, οὐδὲν ἐκμαθοῦσα κερδανεῖς, σε Αισχύλ. κ.λπ. 2. απόλ., αποκτώ κέρδος, αποκτώ ωφέλεια, πλεονέκτημα, σε Ηρόδ., Αττ.· εμπορεύομαι, κάνω εμπόριο, σε Σοφ.· κ. ἔπη, αποδέχομαι όμορφα λόγια, στον ίδ. II. όπως το ἀπολαύω, πορίζομαι ζημία, ζημιώνομαι από κάτι, όπως δάκρυα κ., σε Ευρ.· κ. ζημιάν, σε Κ.Δ.