LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "κεραυνός"
- κεραυνός, ὁ, I. κεραυνός, αστροπελέκι, Λατ. fulmen, σε Όμηρ. κ.λπ.· γενικά, κεραυνός· αλλά ο κεραυνός αρχικά ήταν βροντή, Λατ. tonitru· η αστραπή ήταν στεροπή, Λατ. fulgur. II. μεταφ., κεραυνὸν ἐν γλώσσῃ φέρειν, λέγεται για τον Περικλή, σε Πλούτ.