LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "κεραμεύς"
- κερᾰμεύς, -έως, ὁ (κέρᾰμος), I. κεραμέας, Λατ. figulus, σε Ομήρ. Ιλ.· παροιμ., κεραμεὺς κερανεῖ κοτέει, δυο από το ίδιο επάγγελμα δεν συμφωνούν ποτέ, σε Ησίοδ. II.Κεραμεῖς, Αττ. Κεραμῆς, οἱ, όνομα Αττικού δήμου, σε Αριστοφ. κ.λπ.