Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "κεραία"

Βρέθηκε 1 λήμμα
κεραία, (κεραία), I. 1. οτιδήποτε προεξέχει σαν κέρατο, ακροκέρατο, (όπως το Λατ. cornua antennarum), σε Αισχύλ., Θουκ. κ.λπ. 2. προεξέχουσα δοκός γερανού, σε Θουκ. 3. επιμήκης ξύλινη βέργα, σε Πλούτ.· λέγεται για τα διχαλωτά άκρα της ιερής ασπίδας των Ρωμαίων, στον ίδ. 4. κορυφή των γραμμάτων, τελεία, σημείο, σε Κ.Δ. 5. προεξέχουσα κορυφή βουνού, σε Ανθ. II. τόξο κατασκευασμένο από κέρατο, στον ίδ.