Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "κενός"

Βρέθηκε 1 λήμμα
κενός, Ιων. και ποιητ. κεινός, , -όν· Επικ. επίσης κενεός, , -όν· I. 1. λέγεται για πράγματα, κενός, άδειος, αντίθ. προς το πλέω ή πλήρης, σε Όμηρ., Ηρόδ., Αττ. 2. μεταφ., μάταιος, άδειος, κενὰ εὔγματα, σε Ομήρ. Οδ.· κ. ἐλπίς, σε Αισχύλ. κ.λπ.· με επιρρ. χρήσεις, ουδ. πληθ., κενεὰ πνεύσας, σε Πίνδ.· διὰ κενῆς, χωρίς σκοπό, μάταια, σε Αριστοφ., Θουκ. II. λέγεται για πρόσωπα, 1. με γεν., κενός, στερημένος, ενδεής, τοῦ νοῦ, φρενῶν, σε Σοφ.· συμμάχων, σε Ευρ. 2. αυτός που έχει άδεια χέρια, σε Όμηρ., Ηρόδ., Αττ.· στερημένη από το σύντροφό της, λέαινα, σε Σοφ.· ενδεής από πνεύμα, «αερόμυαλος», στον ίδ., Αριστοφ. III. συγκρ. και υπερθ. κενώτερος, -ώτατος, σε Πλάτ. κ.λπ.